- τριβρωμιώνω
- Νχημ.1. εισάγω στο μόριο μιας χημικής ένωσης τρία μόρια βρωμίου2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθετο) τριβρωμιωμένος, -η, -ο(για χημ. ένωση) αυτός στο μόριο τού οποίου έχουν εισαχθεί τρία μόρια βρωμίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.